γλύφα

γλύφα
Οικισμός (υψόμ. 40 μ., 33 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων.
* * *
η [γλυφός]
η γλυφάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυφάν — γλυφά̱ν , γλυφή carving fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυφάς — γλυφά̱ς , γλυφή carving fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Glyfa — or Glifa (Modern el. Γλύφα) may refer to three villages that begin with this name in Greece:*Glyfa, a village in the island of Paros in the Cyclades prefecture *Glyfa, a village in the Elis prefecture *Glyfa, a village in the Phthiotis prefecture …   Wikipedia

  • Glyfa, Ilia — Glyfa or Glifa (Greek: Γλύφα), (accented forms: Glýfa, Glífa) is a settlement in the municipality of Vartholomio, Ilia Prefecture, Greece. Its 2001 population was 249 for the settlement.Nearest places*LygiaPopulationLocation and… …   Wikipedia

  • Autobahn 1 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A1 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • Autobahn 1 Griechenland — Autobahn 1 (Aftokinitodromos 1) Länge: 550 km …   Deutsch Wikipedia

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • αβικενία — (avicennia).Αείφυλλοι θάμνοι ή μικρά δέντρα της οικογένειας των βερβενιδών. Αναπτύσσονται σε αμμώδη εδάφη κοντά στη θάλασσα καθώς και σε γλυφά ή ελώδη εδάφη, στις εκβολές των ποταμών. Είναι φυτό κυρίως των τροπικών περιοχών με φύλλα αντίθετα και… …   Dictionary of Greek

  • Αγιόκαμπος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 153 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. Στην περιοχή λειτουργεί το πορθμείο Αγιόκαμπος Γλύφα που συνδέει την Εύβοια με τη Φθιώτιδα. 2 …   Dictionary of Greek

  • αθερινίδες — (atherinidae). Οικογένεια ψαριών, μερικά είδη της οποίας είναι κοινότατα στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Με την ονομασία αθερίνη χαρακτήριζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα μικρά ψάρια και κυρίως τη μαρίδα. Οι α. είναι γενικά μικρά ψάρια και ζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”